σχεδιογράφημα

σχεδιογράφημα
και σχεδιαγράφημα, το, Ν
το αποτέλεσμα τού σχεδιογραφώ, η παράσταση ενός αντικειμένου με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδιάγραμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + -γράφημα (< -γραφώ < -γράφος < γράφω). Ο τ. σχεδιογράφημα μαρτυρείται από το 1845 στον Κ. Σχινά, ενώ ο τ. σχεδιαγράφημα από το 1838 στον Μ. Σχινά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σχεδιογράφημα — το, ατος βλ. σχεδιαγράφημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραφίδα — Όργανο με το οποίο χαράσσουμε, ζωγραφίζουμε ή ιχνογραφούμε. Στην αρχαία Ελλάδα γραφίς ονομαζόταν το καλάμι ή το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να γράψουν πάνω σε κέρινες πλάκες ή για να σκαλίσουν. Στον πληθυντικό, η λέξη δήλωνε τις εικόνες, τις …   Dictionary of Greek

  • σχεδίασμα — το, ΝΑ [σχεδιάζω] νεοελλ. σχεδιογράφημα, σχέδιο αρχ. 1. καθετί που έχει λεχθεί, γραφεί ή γίνει χωρίς προηγούμενη προετοιμασία, στα πρόχειρα 2. (κυρίως) αλλόκοτη επιθυμία, παραξενιά, καπρίτσιο …   Dictionary of Greek

  • σχεδιαγράφημα — το, Ν βλ. σχεδιογράφημα …   Dictionary of Greek

  • τυπώδης — ῶδες, Α [τύπος] όμοιος με τύπο, με σχεδιογράφημα, πρόχειρος, συνοπτικός. επίρρ... τυπωδῶς Α 1. περιληπτικά, συνοπτικά 2. σαφώς, καθαρά («ὑπογράφεσθαι τυπωδέστερον», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • σχεδιαγράφημα — το, ατος και σχεδιογράφημα, το ατος, σχεδιάγραμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”